Περίπου το 15% όλων των ζευγαριών παγκοσμίως αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας. Η αιτία οφείλεται σχεδόν εξίσου στη γυναίκα (“γυναικείος παράγοντας”) και στον άντρα (“ανδρικός παράγοντας”) ή σε συνδυασμό και των δύο παραγόντων.
Εάν δεν επιτευχθεί εγκυμοσύνη σε διάρκεια ενός έτους, παρά τις σεξουαλικές επαφές χωρίς προφυλάξεις, ενδεχομένως να υπάρχουν προβλήματα υπογονιμότητας.
Οι παρακάτω αιτίες μπορεί να περιορίσουν τη γονιμότητα:
Η υπογονιμότητα έχει πολυάριθμες αιτίες και κατά συνέπεια χαρακτηρίζεται από διάφορες παραλλαγές, καθεμιά από τις οποίες μπορεί να ασκήσει τη δική της επίδραση. Ακόμη και το άγχος και η ψυχολογική πίεση μπορούν, κάποιες φορές, να δημιουργήσουν μια τέτοια κατάσταση στα νεαρά ζευγάρια. Επί της ουσίας, σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για έναν φυσικό προστατευτικό μηχανισμό του σώματος, επειδή οι προβληματισμοί εμποδίζουν τη γυναίκα να συγκεντρωθεί στη σύλληψη και την εγκυμοσύνη, με γαλήνη και ηρεμία.
Αρνητικές επιπτώσεις στη γυναικεία και ανδρική γονιμότητα προκαλούν επίσης το αλκοόλ, η νικοτίνη, τα φάρμακα και οι περιβαλλοντικές τοξίνες. Η παραγωγή σπέρματος στους άνδρες μπορεί να μειωθεί με τη μεγάλη κατανάλωση νικοτίνης. Για τις γυναίκες υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αποτυγχάνει η ωορρηξία (ιατρικά ωοθυλακιορρηξία). Το ελλιπές βάρος ή η παχυσαρκία είναι δύο ακόμη αρνητικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη μείωση της γονιμότητας. Οι δίαιτες μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε διαταραχές του κύκλου και, συνεπώς, σε υπογονιμότητα. Το ίδιο ισχύει για τον πρωταθλητισμό και τη βαριά σωματική εργασία.
Η παραγωγή σπέρματος στους άνδρες μπορεί να μειωθεί με τη μεγάλη κατανάλωση νικοτίνης. Για τις γυναίκες υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αποτυγχάνει η ωορρηξία (ιατρικά ωοθυλακιορρηξία). Το ελλιπές βάρος ή η παχυσαρκία είναι δύο ακόμη αρνητικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη μείωση της γονιμότητας. Οι δίαιτες μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε διαταραχές του κύκλου και, συνεπώς, σε υπογονιμότητα. Το ίδιο ισχύει για τον πρωταθλητισμό και τη βαριά σωματική εργασία.
Μια άλλη αιτία για την υπογονιμότητα έγκειται σε φυσικά αίτια. Αυτά μπορεί να είναι από τη γέννηση (συγγενή) ή να αναπτυχθούν με τα χρόνια (επίκτητα). Οι σωματικές λειτουργίες μπορεί επίσης να ευθύνονται. Ένας συνδυασμός σωματικών και ψυχολογικών αιτιών αποτελεί συχνά τη βάση του προβλήματος.
Αναφορικά με την ιδιοπαθή υπογονιμότητα, ακόμη και μικρές αλλαγές και στους δύο συντρόφους, που από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να ευθύνονται για την πρότερη ατεκνία, ενδέχεται να είναι η αιτία. Αυτή η μορφή υπογονιμότητας αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν μπορούν να προσδιοριστούν αίτια ανδρικής ή γυναικείας υπογονιμότητας, παρά τη συστηματική διαγνωστική διερεύνηση.
Πρώτα ας δούμε πιο προσεκτικά τις αιτίες της γυναικείας υπογονιμότητας:
Ο “μοντέρνος” τρόπος ζωής
Όλο και περισσότερα ζευγάρια παίρνουν τη συνειδητή απόφαση να αποκτήσουν παιδιά όταν έχουν συμπληρώσει ή ξεπεράσει το όριο ηλικίας των 30+ ή και 40+. Ωστόσο, οι βιολογικές συνθήκες δεν είναι πλέον το ίδιο ευνοϊκές όσο στις μικρότερες ηλικίες. Συχνά εμφανίζεται διαταραχή της ωρίμανσης των ωαρίων ή ανεπάρκεια του ωχρού σωματίου (δηλαδή, απελευθερώνεται ανεπαρκής ποσότητα προγεστερόνης). Ο κύκλος μπορεί να γίνει άστατος, λόγω της υποπαραγωγής ή της υπερπαραγωγής ορισμένων αγγελιαφόρων ουσιών.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η μέση ηλικία των γυναικών που έγιναν για πρώτη φορά μητέρες στην Ευρώπη ήταν τα 28,8 έτη το 2013. Το 2019, αυτός ο καθοριστικός αριθμός ήταν ήδη 29,4 έτη. Στην Ελλάδα το 2019, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η μέση ηλικία των γυναικών που έγιναν για πρώτη φορά μητέρες ήταν τα 32 έτη. Και η τάση συνεχίζεται ανοδικά και σε άλλες βιομηχανοποιημένες χώρες, παρόλο που το «βιολογικό όριο» δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα από τον χρόνο που ορίζει η μητέρα φύση. Το δεδομένο είναι ότι οι άνθρωποι σήμερα καθυστερούν όλο και περισσότερο να αποκτήσουν παιδιά.
Ο διαφορετικός τρόπος ζωής, για παράδειγμα η κατανάλωση γρήγορου φαγητού, κ.λπ., μπορεί επίσης να έχει αρνητικό αποτέλεσμα, αν σκεφτεί κανείς ότι το υπερβολικό βάρος μπορεί στην ουσία να διαταράξει την ωρίμανση των ωαρίων. Αυτό μπορεί επίσης να συνδεθεί με το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS), το οποίο ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τη γονιμότητα.
Διαταραγμένη ορμονική ισορροπία
Εάν η ορμονική ισορροπία διαταραχθεί, ένας μικρός μόνο αριθμός ωαρίων μπορεί να ωριμάσει υπό ορισμένες συνθήκες. Η ωορρηξία αδυνατεί να συμβεί και το ενδομήτριο δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένο για την εμφύτευση του εμβρύου. Είναι επίσης πιθανό η τραχηλική βλέννα να αλλάζει και να εμποδίζει το σπέρμα να εισέλθει στη μήτρα.
Το ορμονικό πεδίο περιλαμβάνει επίσης πιθανή διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς, με τη μορφή υποθυρεοειδισμού ή υπερθυρεοειδισμού (υποδραστηριότητα ή υπερδραστηριότητα), καθώς και σακχαρώδους διαβήτη. Και τα δύο μπορεί να ευθύνονται για τη στειρότητα.
Άλλα οργανικά αίτια
Η ενδομητρίωση (το ενδομήτριο αναπτύσσεται εκτός μήτρας), τα ινομυώματα της μήτρας (καλοήθεις όγκοι) και οι συμφύσεις εμφανίζονται επίσης συχνά. Οι ακινητοποιημένες ή μη διαβατές σάλπιγγες και η τάση να αναπτύσσονται κύστεις μπορεί επίσης να ευθύνονται για τη γυναικεία υπογονιμότητα.
Εάν οι σάλπιγγες είναι “κολλημένες” μεταξύ τους, συντηγμένες ή μπλοκαρισμένες λόγω λοιμώξεων, φλεγμονών, επεμβάσεων ή ενδομητρίωσης, η οδός μεταφοράς για το ωάριο μπορεί να περιοριστεί ή να μην εκπληρώνει πλέον το σκοπό της.
Οι συγγενείς δυσπλασίες των αναπαραγωγικών οργάνων σπανίως είναι η αιτία στις περιπτώσεις που η επιθυμία για επίτευξη εγκυμοσύνης δεν εκπληρώνεται. Επιπλέον, οι αντιδράσεις ανοσολογικής “επίθεσης” στο σπέρμα του συντρόφου είναι εξίσου σπάνιες.